- σερραϊκός
- -ή, -ό, και σερραίικος, -η, -ο, Ν [Σέρρες]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Σέρρες και στους Σερραίους2. αυτός που προέρχεται από τις Σέρρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερραίικος — η, ο, Ν βλ. σερραϊκός … Dictionary of Greek